Πάρε να 'χεις: Η Ξανθιά κυρά και τα ανοίγματά της... (Ούτε η Κομανέτσι τέτοια ελαστικότητα)
Ξανθούλα αλλά όχι από κούνια, θα το ‘θελε πολύ αλλά δεν
έκατσε.
Μαζί με αυτή γεννήθηκε και η απελπισία, το θλιμμένο χαμόγελο και το υποχθόνιο σκοτεινό της βλέμμα.
Μαζί με αυτή γεννήθηκε και η απελπισία, το θλιμμένο χαμόγελο και το υποχθόνιο σκοτεινό της βλέμμα.
Την ηρωίδα μου θα την ονομάσω Λουκία (τυχαίο όνομα, είναι
κρίμα να πω το αληθινό). Αυτή η ηρωίδα αντιπροσωπεύει όλες εκείνες τις γυναίκες
που έχουν κρύο αίμα, χιόνι στην καρδιά και στο δικό τους λεξιλόγιο η λέξη
έρωτας και αγάπη σημαίνει λεφτά, δόξα, αναγνώριση, μεγαλεία… «η κυρία του
κυρίου».
Όποια άξιζε και αξίζει φτάνει στην κορυφή η καθεμιά με το
δικό της τρόπο, σπάνια τίμιο. Σχεδόν πάντα βρώμικο, άλλες λερώνονται λιγότερο
και άλλες περισσότερο, αλλά φτάνουν. Τι γίνεται όμως με αυτές που νομίζουν ότι θα φτάσουν; Με αυτές
που σκαρφαλώνουν το βουνό της «επιτυχίας» χρόνια τώρα, βουτώντας τα νύχια τους
στη λάσπη, περπατώντας με βρώμικες πατούσες και τα απόκρυφα σημεία τους να
φαίνονται φάτσα φόρα;
Γέμισε ο τόπος από δαύτες… Σάπιες ελπίδες γυροφέρνουν στα
αδύναμα μυαλά αυτών των «μικρών» θηλυκών. Τις τυφλώνουν τα εφήμερα πλούτη…
Βόλτες με πανάκριβες λιμουζίνες, δείπνα σε υπερπολυτελή εστιατόρια και διαμονή
σε σουίτες πεντάστερων ξενοδοχείων. Το μετά το αγνοούν…
Η Λουκία ήταν πάντα το κορίτσι του μπαμπά, από μικρή τον
είχε του χεριού της, τον εκμεταλλευόταν. Έμαθε καλά πάνω του, ήταν γερό σεμινάριο
για αυτήν, ήξερε να κάνει τον άντρα ό, τι ήθελε. Ο εργάτης πατέρας της έκανε
διπλά και τριπλά μεροκάματα για να μην της λείψει τίποτα.
Από μικρή όνειρό της ήταν να ζήσει πλουσιοπάροχα με όποιο
κόστος. Πάντα έλεγε ψέματα σε φίλους και γείτονες για την οικονομική κατάσταση
του σπιτιού της. Πλάσαρε ψεύτικο προφίλ δίχως ενοχές. Έλεγε πως ο παππούς της
τους άφησε τεράστια περιουσία. Και όταν την ρωτούσαν για τον πατέρα της, εκείνη
έδινε την χιλιοπροβαρισμένη στον καθρέφτη της απάντηση: «Α! Ο μπαμπάς μου δεν
μπορεί να κάθεται, θέλει να προσφέρει όπως και να ‘χει. Του αρέσει η εργασία,
τον γεμίζει, του δίνει χαρά».
Ο κόσμος δεν ήταν χαζός την είχαν πάρει πρέφα όλοι. Η ίδια
όμως συνέχιζε να ζει στον κόσμο της και να ελπίζει στο παραμύθι της. Για κάθε
καινούρια δουλειά που έπιανε όσο κοντά ή μακριά και αν ήταν από το σπίτι της
δεν χρειάστηκε να πάρει ποτέ ταξί ή Μ.Μ.Μ. Την πηγαινοέφερνε το αφεντικό. Και
όλα τα παρουσίαζε σαν να μην έτρεχε τίποτα. «Φίλος, φίλος» έλεγε… Όταν όμως
σπάσει ο διάολος το ποδάρι του τι γίνεται τότε Λουκίτσα;
Τι εννοώ; Είναι αυτό που λένε… «Βρέθηκα στο λάθος σημείο, τη
λάθος στιγμή». Καλά εγώ χέστηκα που τους είδα… Οι ίδιοι όμως χέστηκαν στην
κυριολεξία. Τρεις και μια τους πήγε. Ας μην έδιναν γλωσσόφιλα. Θα μου πείτε:
«Μα καλά, ντροπή είναι;» και θα σας απαντήσω πως φυσικά και είναι ντροπή όταν
το αφεντικό της είναι παντρεμένο με 3 παιδιά και αυτή έχει σοβαρό δεσμό.
Φοβήθηκαν μην το καρφώσω… στη γειτονιά, μην το πω στον αγαπητικό της Λουκίας.
Βλέπετε πρόκειται για real story!
Αααααχ συμβαίνουν και αυτά…
Είχε και αγαπητικό η πορνοΛουκίτσα, έτσι για να κουκουλώνει
τις βρωμιές που έκανε στο εκάστοτε γραφείο με το εκάστοτε αφεντικό της. Έπεσαν
στα γόνατα τάζοντάς μου ότι ήθελα για να μην μιλήσω. Εντάξει η Λουκίτσα… μικρή
και ανόητη! Αυτός ο κουστουμαρισμένος καραγκιοζάκος να δείτε πως έκανε, έκλαιγε
κονιόρδος. Με παρακαλούσε να μην τους κάψω… Βλέπετε η γυναίκα του τύχαινε να
είναι συνάδελφός μου κάποτε και τώρα
πολύ πιθανόν να διαβάζει αυτό το κείμενο…
Η Λουκία έντρομη μετά από αυτό το περιστατικό παραιτήθηκε
θέλοντας έτσι να κόψει κάθε είδους επαφή με τον τύπο. Ο χωρισμός αυτός εννοείται
ότι δεν της κόστισε τίποτα ψυχολογικά, ήταν τόσο χοντρόπετση που έψαχνε για το
επόμενο θύμα της. Δεν άργησε να το βρει.
Έγινε βδέλλα πάνω στο χοντρό σώμα του νέου της διευθυντή. Χώρισε επιτέλους τον
αγαπητικό της και πήρε την απόφαση να συζήσει με το πλούσιο αφεντικό της. Αυτό
το χοντρόπραγμα όσο πήγαινε και γινόταν πιο πλούσιο, το έριξε στα ζάρια και στο
πιοτό. Με την Λουκία είχε πάθει πώρωση, δεν την άφηνε από τα μάτια του. Έφτασε
σε σημείο να μεθά και να την δέρνει, ζήλευε το παραμικρό.
Η φανερά δυστυχισμένη Λουκία κυκλοφορούσε με μώλωπες και
μελανιές. Δεν είχε το κουράγιο ούτε καλημέρα να μας πει. Ήταν υποχείριό του,
τσιμουδιά δεν έβγαζε, ήταν ζωντανή νεκρή. Και όλα αυτά για να ζήσει το όνειρό
της, δεν χόρταινε τα πλούτη. Ακόμα και με τις μελανιές πάνω της ηδονιζόταν στην
εικόνα των μπόλικων χαρτονομισμάτων που της πέταγε ο άλλος στο τραπέζι του
σπιτιού τους κάθε τρεις και λίγο… Πληρωμένος έρωτας… Πόρνη πολυτελείας.
Κάποιος μια μέρα την είδε στο δρόμο και της έταξε ότι θα την
κάνει μεγάλη και τρανή τηλεπερσόνα αρκεί βέβαια να πέσει στο κρεβάτι του… Δεν
ζήτησε και τίποτα δύσκολο για αυτήν. Από τότε ως τώρα έχουν περάσει πολλά
χρόνια, αλλά η Λουκία βρίσκεται ακόμα στον πάτο και γλείφει «τις πατούσες» (για
να μην πω τίποτε άλλο) του γερομπισμπίκη μπας και δει άσπρη μέρα!
Λουκίες κοιτάξτε να ενδιαφερθείτε για την
αληθινή αγάπη και τον πραγματικό έρωτα γιατί δεν ξανά έχει δεύτερη Ζωή.