ΤΟ ΞΥΠΟΛΗΤΟ ΑΓΟΡΙ ΜΕ ΤΑ ΣΚΙΣΜΕΝΑ ΡΟΥΧΑ ΕΨΑΧΝΕ ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΕΣΤΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΩΣΠΟΥ...
Το αγόρι ήταν ξυπόλητο. Τα ρούχα του σκισμένα, τα χέρια του γεμάτα γρατζουνιές και το βλέμμα του... μια πληγή. Ήταν ορφανό. Είχε δραπετεύσει από το ορφανοτροφείο όπου τον έδερναν, τον άφηναν νηστικό, του φώναζαν χωρίς λόγο και του έπνιγαν κάθε όνειρο με σιωπή και φόβο. Είχε φύγει για να σωθεί. Ήταν μόνος, αλλά ελεύθερος. Περιπλανιόταν στους δρόμους, με ένα παλιό σκισμένο σορτσάκι και μια καρδιά που πονούσε αλλά δεν σταματούσε να ελπίζει. Ήταν Χριστούγεννα. Από τα παράθυρα έβλεπε οικογένειες να γελούν, να αγκαλιάζονται, να στολίζουν και να τραγουδούν. Και εκείνος... καθόταν σε ένα πεζοδρόμιο και χαμογελούσε. Ονειρευόταν. Μια αγκαλιά. Μια οικογένεια. Ένα σπίτι που να μυρίζει φαγητό, χαρά και ασφάλεια. Ένα απόγευμα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, τον πλησίασε μια γυναίκα με κόκκινο κασκόλ και μάτια που έλαμπαν από καλοσύνη. «Κρυώνεις;» τον ρώτησε γλυκά. Δίπλα της, ένας άντρας γελούσε με τρία παιδιά που κρατούσαν πυροτεχνήματα. Δεν ήταν πλούσιοι — τα ρούχα τους ήταν απλά, το αυτοκίνητο παλιό — α...